εὐβάστακτος

εὐβάστακτος
εὐβάστακτος, ον,
A easy to carry or move,

μηχανή Hdt.2.125

, cf. Arist.Rh.1373a32, Pol.1257a34; ἐλαφροὶ καὶ εὐ. Corn.ND30; τοῖς ὠταρίοις by the ears (handles), Demoph.Sim.3.
II well-supported, Hp.Fract.30 (dub. sens.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ευβάστακτος — εὐβάστακτος, ον (ΑΜ) αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να βαστήξει για να μετακινήσει ή να μεταφέρει αρχ. (για νόσο) εκείνη την οποία εύκολα υποφέρει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βαστακτός (< βαστάζω), πρβλ. α βάστακτος] …   Dictionary of Greek

  • εὐβάστακτος — easy to carry masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐβάστακτον — εὐβάστακτος easy to carry masc/fem acc sg εὐβάστακτος easy to carry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐβαστάκτους — εὐβάστακτος easy to carry masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐβάστακτα — εὐβάστακτος easy to carry neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐβάστακτοι — εὐβάστακτος easy to carry masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐβαστακτοτέρα — εὐβαστακτοτέρᾱ , εὐβάστακτος easy to carry fem nom/voc/acc comp dual εὐβαστακτοτέρᾱ , εὐβάστακτος easy to carry fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”