ευβάστακτος — εὐβάστακτος, ον (ΑΜ) αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να βαστήξει για να μετακινήσει ή να μεταφέρει αρχ. (για νόσο) εκείνη την οποία εύκολα υποφέρει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βαστακτός (< βαστάζω), πρβλ. α βάστακτος] … Dictionary of Greek
εὐβάστακτος — easy to carry masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβάστακτον — εὐβάστακτος easy to carry masc/fem acc sg εὐβάστακτος easy to carry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβαστάκτους — εὐβάστακτος easy to carry masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβάστακτα — εὐβάστακτος easy to carry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβάστακτοι — εὐβάστακτος easy to carry masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβαστακτοτέρα — εὐβαστακτοτέρᾱ , εὐβάστακτος easy to carry fem nom/voc/acc comp dual εὐβαστακτοτέρᾱ , εὐβάστακτος easy to carry fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)